Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Τούτον τον καιρό, που οι δολοφόνοι του Σωκράτη Γκιόλια βασανίζονται από τις τύψεις τους κι ίσως μετά το πέρας της ζωής τους να τον βρουν μπροστά τους εκδικητή και τιμωρό, η ατέρμονη συζήτηση περί τρομοκρατίας μοιάζει σαν να έχει καταλαγιάσει, κυρίως λόγω των «μπάνιων του λαού».
Τούτον τον καιρό, τον ψεύτικο, που γεννά τρομοκράτες, βιώνουμε ξώφαλτσα (από το ραδιοφωνάκι του γείτονα ή από κλεφτές ματιές στη συνήθως σβηστή τηλεόρασή μας) τη συνόλη τρομολαγνεία των Μ.Μ.Ε., την ερχόμενη σε αντιδιαστολή με την τρομοκρατία και φυσικό αυτουργό αυτής…
Τούτον τον καιρό, έχουμε φτάσει στο μη παρέκει κι αδιαφορούμε παντάπασι για τα πάντα. Βαρεθήκαμε πια να μάς πιπιλίζουν το κεφάλι οι αναπληρωτές των μεγαλοδημοσιογράφων σχετικά με το έλλειμμα κι όλα τα συνακόλουθα και συνεπακόλουθά του. Μπουχτίσαμε και πάμε παραλία!
Τούτον τον καιρό, τον άκαρδο, όπου όλες και όλοι νοιαζόμαστε για τη δική μας πάρτη, οι τρομοκράτες κάνουν πάρτι. Η σικέ κοινωνία μας, ο υπέρ το δέον δειλός πρωθυπουργός μας, η υπογεννητικότητα και το ζοφερό μας μέλλον ως λαός, δαμόκλειος σπάθη επί των κεφαλών μας.
Και τι θα γίνει; Πού θα μας ξεβράσει αυτό το κύμα; Σε ποια θανατερή χωματερή θα σαπίσουν οι ανθοί της γενιάς μας; Οι τρομοκράτες είναι τα μοιραία παράσιτα μιας ήδη πάσχουσας από σοβαρή σηψαιμία χώρας, ενός τόπου που δεν αγαπήθηκε από τους ανθρώπους του και γι’ αυτό καταδικάστηκε αιώνια στο ανάθεμα των επομένων… Αν θα υπάρξουν επόμενοι, δηλαδή.
Αλλά, τι κάνουν οι τρομοκράτες;
Τραβάνε το σκοινί, πέρα από τις ηθικές τους αντοχές – είναι απόλυτα σίγουρο τούτο. Κι έρχονται να τους φρενάρουν ύστερα, εσωτερικές τους ορμές, αντίθετες αύρες… Σκοτώνοντας έναν κλαις, δύο θυμώνεις, στον τρίτον όμως που σκοτώνεις, αιμορροείς. «Γιατί το κάνω εγώ αυτό;», αναρωτιέσαι. Τα λερναία πλοκάμια της κοινωνικής βλακείας – αυτά που εσύ προσπαθείς να ξεριζώσεις, να καυτηριάσεις άπαξ και δια παντός – ξαναφυτρώνουν διαρκώς. Σού κράζουν περιγελαστικά μες απ’ τις φυλλωσιές και πάει ο κόπος σου χαμένος.
Μάταιες οι δολοφονίες σου…
Έτσι, ένα πράγμα σού μένει. Να υποδυθείς τον θρυλικό ιππότη του Καλού. Παίρνεις το προσωπείο του θρύλου για ν’ αρέσεις σ’ εκείνον προς τον οποίον απευθύνεσαι. Πρόσεξε, όμως! Η απύθμενη ανοησία, μούσκλια γέμισε το προσωπείο σου αυτό. Κι είσαι ένα κακέκτυπο πλέον, ένας κλόουν. Αύριο, θα κλαις οικτρά…
Αύριο, θα θυμώνεις οικτρά…
Αύριο, θα σε ανακαλύψουν στην κρυψώνα σου «οι κρυφά σκοτωμένοι, αίμα γιομάτοι». Θα σού γυρέψουν τα νόμιμα ρέστα τους. (Πάντα υπάρχουν έστω λίγα ρέστα). Η κοινωνία (θα τη βλέπεις από ψηλά και μακριά εσύ) θα συνεχίζει βεβαίως την κατηφόρα της. Νέοι Δον Κιχώτες θα οδηγούν το λαό. Ενώ θα παλεύεις με τις σκιές. Και κάτι δήθεν ήρωες θα σού ρουφούν το μεδούλι.
Με τις υγείες σου, τρομοκράτη μου, ιδεαλιστή. Κι εγώ μαζί σου…